Ιστορία

 
 
Ο Πειραιάς (αρχαία ελληνικά: Πειραιεύς) είναι πόλη, μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθήνας και διαθέτει το σημαντικότερο λιμένα της Ελλάδας και της ανατολικής Μεσογείου[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Πειραιάς συμπεριλαμβάνει το Δήμο Πειραιώς, ο οποίος σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει έκταση 10,9 τ. χμ. και πληθυσμό 163.688 κατοίκους, κάτι που τον καθιστά τον πέμπτο μεγαλύτερο σε πληθυσμό δήμο της χώρας μετά τις συγχωνεύσεις που προκάλεσε το Πρόγραμμα Καλλικράτης.
 
Η Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς αποτελείται από τον ομώνυμο δήμο και ακόμα τέσσερις δήμους (Δήμος Νίκαιας - Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Δήμος Κορυδαλλού, Δήμος Κερατσινίου - Δραπετσώνας, Δήμος Περάματος), με συνολικό πληθυσμό 448.997 κατοίκους[1] και έκταση 50,4 τ.χμ., και καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα της περιφέρειας πρωτευούσης.
 
Το κέντρο του Πειραιά απέχει περίπου 10 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, της οποίας αποτελεί ιστορικό επίνειο.
 
Ο Πειραιάς στη σύγχρονη εποχή είναι το σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας[εκκρεμεί παραπομπή] και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ελληνικής οικονομίας[εκκρεμεί παραπομπή], ενώ διαθέτει το μεγαλύτερο (σε επιβατική κίνηση) λιμένα της Ευρώπης,[2] συνδέοντας ακτοπλοϊκά την πρωτεύουσα με τα νησιά του Αιγαίου και αποτελώντας ένα σημαντικό προορισμό για κρουαζιερόπλοια εντός της Μεσογείου.
 
Ιστορία[
 
Επιμελητήριο Πειραιώς
Ο Πειραιάς σύμφωνα με τον Στράβωνα αλλά και σύγχρονων γεωλογικών μελετών ήταν κάποτε νησί το οποίο ενώθηκε με την Αττική μετά τις αποθέσεις του Κηφισού αλλά και άλλων ρεμάτων της περιοχής. Κατά τον Σουίδα υπήρξε κατά την τεταρτογενή περίοδο της ιστορίας νησί ενώ η πρωτοελλαδική ζωή στην πόλη εμφανίζεται γύρω στο 3000 π.Χ. Η περιοχή του Πειραιά φαίνεται να κατοικείται ήδη από τη νεολιθική περίοδο και έφτασε στο μεγαλύτερο σημείο ακμής στην κλασική εποχή, όταν ανακηρύχθηκε για πρώτη φορά σε δήμο, αποτελώντας συγκεκριμένα έναν από τους δήμους του άστεως της αρχαίας Αθήνας, και επιλέχθηκε ως το επίνειο της αθηναϊκής πόλης-κράτους. 
 
 
Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παρακμής όπου ο Πειραιάς ερημώθηκε κατά καιρούς, φτάνοντας μέχρι τον 19ο αιώνα και την μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους στην Αθήνα το 1834, οπότε ξεκίνησε μια περίοδος ανάπτυξης της πόλης, με την σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της και τον άρτιο πολεοδομικό της σχεδιασμό με βάση το σύστημα που εφάρμοσε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος στον σχεδιασμό του αρχαίου Πειραιά, που αποτελεί πρότυπο πολεοδομικού σχεδιασμού μέχρι και σήμερα.
 
 
 
 
Ο Πειραιάς είχε προταθεί το 1832 από τον Gutensohn, αρχιτέκτονα του Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, για πρωτεύουσα της Ελλάδας η οποία θα επεκτεινόταν σταδιακά προς την Αθήνα,[5] αλλά τελικά έγινε το αντίστροφο αφού επιλέχθηκε η Αθήνα για πρωτεύουσα και ο Πειραιάς αργότερα ενσωματώθηκε στην περιφέρεια πρωτευούσης.
 
Άμεσες πηγές για τη μελέτη της ιστορίας και τοπογραφίας του Πειραιά αποτελούν οι διάφορες επιγραφές, ευρήματα αρχαίων τάφων, θεμέλια ναών, νεωσοίκων, κτιρίων και τειχών και αρχαίων λιμενικών έργων, σε συνδυασμό πάντα με τις περικοπές αρχαίων συγγραφέων που αναφέρονται στον Πειραιά, σπουδαιότεροι των οποίων ήταν οι: Θουκυδίδης, Ξενοφών, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Ισοκράτης, Πλάτων, Λυκούργος, Δημοσθένης, Ηρόδοτος και Πολυδεύκης. Ο αρχαιότερος όμως αυτών ο Διόδωρος ο περιηγητής (4ος αιώνας π.Χ.) ήταν αυτός που πρώτος συνέγραψε για την Αττική, τον οποίον και ακολούθησε ο Ηλιόδωρος που συνέγραψε έργο εκ 15 βιβλίων για τα μνημεία της Αθήνας.
 
 
 
«Λιμήν Λέοντος» ή γνωστότερα «Πόρτο Λεόνε», που είναι & η διεθνής ονομασία του στους ναυτικούς χάρτες. Τον 17ο αιώνα ένα λιοντάρι από μάρμαρο, δέσποζε στην είσοδο του λιμανιού και ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπαν οι ταξιδιώτες όταν έφταναν στο λιμάνι. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχει ανακατασκευή από τον γλύπτη Γεώργιο Μέγκουλα. Το πρωτότυπο κλάπηκε από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι (Morozini) και βρίσκεται στη Βενετία.
To Mικρολίμανο και στο βάθος το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας
 
 
 
 
 
 
Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς προκειμένου να ενισχύσουν το νησιωτικό χαρακτήρα του Πειραιά ετυμολογούν τη λέξη «Πειραιεύς» εκ του «περαιεύς» (με εναλλαγή του ε σε ει). Πειραιεύς σημαίνει ο πορθμεύς (περαιόω = περνώ αντίκρυ), δηλαδή αυτός που αναλαμβάνει διαπόρθμευση από τη Φαληρική ακτή στην απέναντι όχθη της νήσου του Πειραιά. Κατά τους Δραγάτση Ι. και Χατζή Α. το όνομα από προσηγορικό μετεβλήθει αργότερα σε τοπωνυμικό, (συνδυάζοντας το φαρμακώ (φάρμακο - φαρμακεύς) και βάπτω (βαφή - βαφεύς). Έτσι ο Πειραιάς δηλώνει επάγγελμα όπως τα τοπωνύμια Πέραμα, Γαλατάς κ.λπ. Στην αρχαία ελληνική «πορθμεύς» λεγόταν όχι μόνο πειραιεύς αλλά και πειραιός (Σ. Βυζάντιος). Στη ετυμολογία αυτή συμφωνούν και οι J. Schmidt και K. Wahrman (1929). Τέλος η άποψη αυτή ενισχύεται από την ονομασία Πειραιός που λεγόταν επίσης ο λιμένας της αρχαίας Κορίνθου που σήμαινε επίσης πορθμεύς.
 
Κατ΄ άλλους η ονομασία Πειραιεύς παράγεται από το «πέραν» (εις την αντιπέραν) επειδή στην αρχαιότητα μεσολαβούσε τόπος ελώδης, (το λεγόμενο «αλίπεδον»), όπως επίσης λέγονταν ομοίως οι αντιτακτές όχθες π.χ.:
 
Μαρίνα Ζέας στο Πασαλιμάνι Πειραιώς